- οπωρολαχανικά
- ταφρούτα και λαχανικά.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
οπώρα — η (ΑΜ ὀπώρα, Α και ὁπώρα, ιων. τ. ὀπώρη, λακων. τ. ὀπάρα) εδώδιμος καρπός ξυλώδους ή ποώδους φυτού, φρούτο μσν. αρχ. η εποχή τού έτους από την επιτολή τού Σειρίου μέχρι την επιτολή τού Αρκτούρου, το δεύτερο μέρος τού καλοκαιριού, δηλ. το διάστημα … Dictionary of Greek
Κλάιντ — (Clyde). Ποταμός (160 χλμ.) της Σκοτίας. Πηγάζει από τα όρη Λόουδερ, στην κομητεία Νότιο Λάναρκσερ. Διασχίζει τη Γλασκόβη και κοντά στην πόλη Ντάμπαρτον σχηματίζει τον ποταμόκολπο Φερθ οφ Κ., που έχει μήκος 100 χλμ. Ο κάτω ρους του ποταμού… … Dictionary of Greek